Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mietilegatrìce  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,mjɛtilegaˈtriʧe]

θεριστική μηχανή και συσκευαστική σε θημωνιές


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mietilega mietitore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mieloma (ουσ αρσ )
mielopatia (θηλ.ουσ)
mieloso (επίθ.)
mietere (ρ. μτβ.)
mietilega (θηλ.ουσ)
mietilegatrice (θηλ.ουσ)
mietitore (αρσ. επίθ και ουσ)
mietitrebbia (θηλ.ουσ)
mietitrebbiatrice (θηλ.ουσ)
mietitrice (θηλ.ουσ)
mietitura (θηλ.ουσ)
migale (θηλ.ουσ)
migliaio (ουσ αρσ )
migliarino (ουσ αρσ )
miglio (ουσ αρσ )
migliorabile (επίθ.)
miglioramento (ουσ αρσ )
migliorare (ρ.αμτβ.)
migliorare (ρ. μτβ.)
migliorarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---