Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmietitùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [mjetiˈtura] 1 σοδειά 2 συγκομιδή 3 θερισμός 4 θέρος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |