Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmigliorìa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [miʎʎoˈria] 1 καλυτέρευση 2 πρόοδος 3 εξυγίανση 4 βελτίωση 5 αναβάθμιση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |