Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmìgnola
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈmiɲɲola] 1 άνθος της ελιάς 2 ανθοφορία της ελιάς permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |