Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Milàno  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [miˈlano]

το Μιλάνο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  milanese miliardario  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


andare a Milano = πάω στο Μιλάνο


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

migrazione (θηλ.ουσ)
mikado (ουσ αρσ )
mila ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
milanese (ουσ αρσ και θηλ.)
milanese (επίθ.)
Milano (θηλ.ουσ)
miliardario (ουσ αρσ )
miliardario (επίθ.)
miliardesimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
miliardo (ουσ αρσ )
miliare (επίθ.)
milieu (ουσ αρσ )
milio (ουσ αρσ )
miliobate (ουσ αρσ )
milionaria (θηλ.ουσ)
milionario (ουσ αρσ )
milionario (επίθ.)
milione (ουσ αρσ )
milionesimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
militante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---