Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


miliòbate  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [miˈljɔbate]

σαλάχι οικογένειας myliobatidae της τάξης myliobatiformes


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  milio milionaria  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

miliardesimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
miliardo (ουσ αρσ )
miliare (επίθ.)
milieu (ουσ αρσ )
milio (ουσ αρσ )
miliobate (ουσ αρσ )
milionaria (θηλ.ουσ)
milionario (ουσ αρσ )
milionario (επίθ.)
milione (ουσ αρσ )
milionesimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
militante (επίθ.)
militanza (θηλ.ουσ)
militare (ουσ αρσ )
militare (επίθ.)
militare (ρ.αμτβ.)
militaresco (επίθ.)
militarismo (ουσ αρσ )
militarista (ουσ αρσ και θηλ.)
militarista (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---