Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmiliardàrio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [miljarˈdarjo] ο/η δισεκατομμυριούχος miliardàrio επίθετο Προσφορά I.P.A.: [miljarˈdarjo] 1 μυριόπλουτος 2 πολυεκατομμυριούχος 3 δισεκατομμυριούχος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |