Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mìgnolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈmiɲɲolo]

ο μικρός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mignolare mignon  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mignatta (θηλ.ουσ)
mignattaio (ουσ αρσ )
mignattino (ουσ αρσ )
mignola (θηλ.ουσ)
mignolare (ρ.αμτβ.)
mignolo (ουσ αρσ )
mignon (επίθ.)
migrante (επίθ.)
migrare (ρ.αμτβ.)
migratore (ουσ αρσ )
migratore (επίθ.)
migratorio (επίθ.)
migrazione (θηλ.ουσ)
mikado (ουσ αρσ )
mila ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
milanese (ουσ αρσ και θηλ.)
milanese (επίθ.)
Milano (θηλ.ουσ)
miliardario (ουσ αρσ )
miliardario (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---