ItalianoGreco


migratóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [migraˈtore]

1 ξενιτεμένος
2 μετανάστης
3 αποδημών

migratóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [migraˈtore]

1 διαβατάρικος
2 διαβατικός
3 μεταναστευτικός
4 αποδημητικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---