Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mìglio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈmiʎʎo]

το μίλι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  migliarino migliorabile  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


miglio [αρσ.] nautico = το ναυτικό μίλι


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mietitrice (θηλ.ουσ)
mietitura (θηλ.ουσ)
migale (θηλ.ουσ)
migliaio (ουσ αρσ )
migliarino (ουσ αρσ )
miglio (ουσ αρσ )
migliorabile (επίθ.)
miglioramento (ουσ αρσ )
migliorare (ρ.αμτβ.)
migliorare (ρ. μτβ.)
migliorarsi (ρ.μ. (αντων.))
migliorativo (επίθ.)
migliore (ουσ αρσ και θηλ.)
migliore (επίθ.)
miglioria (θηλ.ουσ)
migliorismo (ουσ αρσ )
migliorista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
mignatta (θηλ.ουσ)
mignattaio (ουσ αρσ )
mignattino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---