Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmìglio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈmiʎʎo] το μίλι permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαmiglio [αρσ.] nautico = το ναυτικό μίλι Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |