Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmidollóso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [midolˈloso], [midolˈlozo] 1 που έχει μεδούλι 2 που έχει ψύχα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |