Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


midollàre  
θηλυκό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [midolˈlare]

1 μυελώδης
2 αναφερόμενος σε εγκεφαλικό στέλεχος
3 εντεριώνιος
4 μυελικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  midolla midollo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

midi (θηλ.ουσ)
midi (επίθ.)
midigonna (θηλ.ουσ)
midinette (θηλ.ουσ)
midolla (θηλ.ουσ)
midollare (θηλ. επίθ και ουσ)
midollo (ουσ αρσ )
midolloso (επίθ.)
midriasi (θηλ.ουσ)
midriatico (επίθ.)
miele (ουσ αρσ )
mielencefalo (ουσ αρσ )
mielina (θηλ.ουσ)
mielinico (επίθ.)
mielite (θηλ.ουσ)
mielocito (ουσ αρσ )
mielografia (θηλ.ουσ)
mieloma (ουσ αρσ )
mielopatia (θηλ.ουσ)
mieloso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---