Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


midinette  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [midiˈnɛt]

1 πωλήτρια
2 κοπέλα του γραφείου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  midigonna midolla  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

microtomo (ουσ αρσ )
mida (ουσ αρσ e θηλ.ουσ)
midi (θηλ.ουσ)
midi (επίθ.)
midigonna (θηλ.ουσ)
midinette (θηλ.ουσ)
midolla (θηλ.ουσ)
midollare (θηλ. επίθ και ουσ)
midollo (ουσ αρσ )
midolloso (επίθ.)
midriasi (θηλ.ουσ)
midriatico (επίθ.)
miele (ουσ αρσ )
mielencefalo (ουσ αρσ )
mielina (θηλ.ουσ)
mielinico (επίθ.)
mielite (θηλ.ουσ)
mielocito (ουσ αρσ )
mielografia (θηλ.ουσ)
mieloma (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---