Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmesosfèra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [mezosˈfɛra] μεσόσφαιρα (τμήμα ατμόσφαιρας) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |