Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mesòmero  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [meˈzɔmero]

Μεσομερής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mesomeria mesomorfo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mesofita (θηλ.ουσ)
mesogastrico (επίθ.)
mesogastrio (ουσ αρσ )
mesolite (θηλ.ουσ)
mesomeria (θηλ.ουσ)
mesomero (αρσ. επίθ και ουσ)
mesomorfo (επίθ.)
mesone (ουσ αρσ )
mesonico (επίθ.)
mesopausa (θηλ.ουσ)
mesosfera (θηλ.ουσ)
mesotermo (επίθ.)
mesotorace (ουσ αρσ )
mesotorio (ουσ αρσ )
mesozoico (ουσ αρσ )
mesozoico (επίθ.)
messa (θηλ.ουσ)
messaggeria (θηλ.ουσ)
messaggero (αρσ. επίθ και ουσ)
messaggio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---