Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mesotòrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,mɛzoˈtɔrjo]

1 ισότοπο ακτινίου (μεσοθώριο 2)
2 ισότοπο ραδίου (μεσοθώριο 1)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mesotorace mesozoico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mesonico (επίθ.)
mesopausa (θηλ.ουσ)
mesosfera (θηλ.ουσ)
mesotermo (επίθ.)
mesotorace (ουσ αρσ )
mesotorio (ουσ αρσ )
mesozoico (ουσ αρσ )
mesozoico (επίθ.)
messa (θηλ.ουσ)
messaggeria (θηλ.ουσ)
messaggero (αρσ. επίθ και ουσ)
messaggio (ουσ αρσ )
messale (αρσ. επίθ και ουσ)
messe (θηλ.ουσ)
messere (ουσ αρσ )
messia (ουσ αρσ )
messianicità (θηλ.ουσ)
messianico (επίθ.)
messianismo (ουσ αρσ )
messicano (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---