Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmessère, messére
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [mesˈsɛre], [mesˈsere] 1 αφέντης 2 κύριος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |