Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


messìa  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [mesˈsia]

1 λυτρωτής
2 Μεσσίας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  messere messianicità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

messaggero (αρσ. επίθ και ουσ)
messaggio (ουσ αρσ )
messale (αρσ. επίθ και ουσ)
messe (θηλ.ουσ)
messere (ουσ αρσ )
messia (ουσ αρσ )
messianicità (θηλ.ουσ)
messianico (επίθ.)
messianismo (ουσ αρσ )
messicano (ουσ αρσ )
messicano (επίθ.)
Messico (ουσ αρσ )
messidoro (ουσ αρσ )
messinscena (θηλ.ουσ)
messo (ουσ αρσ )
mestamente (επίρ.)
mestare (ρ.αμτβ.)
mestare (ρ. μτβ.)
mestatoio (ουσ αρσ )
mestatore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---