Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lombàrdo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [lomˈbardo]

Λομβαρδός

lombàrdo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [lomˈbardo]

ο της Λομβαρδίας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Lombardia lombare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

logotipo (ουσ αρσ )
lolita (θηλ.ουσ)
lolla (θηλ.ουσ)
lombaggine (θηλ.ουσ)
Lombardia (κύρ.όν. θηλ.)
lombardo (ουσ αρσ )
lombardo (επίθ.)
lombare (επίθ.)
lombata (θηλ.ουσ)
lombo (ουσ αρσ )
lombosacrale (επίθ.)
lombricale (αρσ. επίθ και ουσ)
lombrico (ουσ αρσ )
londinese (ουσ αρσ και θηλ.)
londinese (επίθ.)
Londra (θηλ.ουσ)
longanime (επίθ.)
longanimità (θηλ.ουσ)
longevità (θηλ.ουσ)
longevo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---