Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


iràce  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈiraʧe]

κουνέλι των βράχων (ύραξ)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ira iracheno  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ipsofono (ουσ αρσ )
ipsometria (θηλ.ουσ)
ipsometrico (επίθ.)
ipsometro (ουσ αρσ )
ira (θηλ.ουσ)
irace (ουσ αρσ )
iracheno (αρσ. επίθ και ουσ)
iracondia (θηλ.ουσ)
iracondo (αρσ. επίθ και ουσ)
Iran (κύρ.όν. αρσ.)
iraniano (ουσ αρσ )
iraniano (επίθ.)
iranico (ουσ αρσ )
iranico (επίθ.)
iranista (ουσ αρσ και θηλ.)
iranistica (θηλ.ουσ)
Iraq (κύρ.όν. αρσ.)
irascibile (επίθ.)
irascibilità (θηλ.ουσ)
irato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---