Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


illico et immediate
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [ˈillico etimmeˈdjate]

αμέσως


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  illiceità illimitatamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

illibato (επίθ.)
illiberale (επίθ.)
illiberalità (θηλ.ουσ)
illiberalmente (επίρ.)
illiceità (θηλ.ουσ)
illico et immediate (επίρ.)
illimitatamente (επίρ.)
illimitatezza (θηλ.ουσ)
illimitato (επίθ.)
illiquidire (ρ.αμτβ.)
Illiria (κύρ.όν. θηλ.)
illirico (αρσ. επίθ και ουσ)
illividimento (ουσ αρσ )
illividire (ρ.αμτβ.)
illividire (ρ. μτβ.)
illogicità (θηλ.ουσ)
illogico (επίθ.)
illudere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
illudersi (ρ.μ. (αντων.))
illuditore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: