Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgiudìzio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ʤuˈdittsjo] η κρίση permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαdente [αρσ.] del giudizio = ο φρονιμίτης || denti [αρσ. πλυθ.] del giudizio = οι φρονιμίτες [m.] || giorno [αρσ.] del giudizio = η Δεύτερα Παρουσία || giudizio [αρσ.] universale = η Δεύτερα Παρουσία Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |