Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


giùggiola  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈʤudʤola]

1 τζίτζιφο
2 κάτι ασήμαντο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  giudizioso giuggiolo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

giudice (ουσ αρσ )
giudiziale (επίθ.)
giudiziario (επίθ.)
giudizio (ουσ αρσ )
giudizioso (επίθ.)
giuggiola (θηλ.ουσ)
giuggiolo (ουσ αρσ )
giuggiolone (ουσ αρσ )
giugno (ουσ αρσ )
giugulare (θηλ. επίθ και ουσ)
giulebbare (ρ. μτβ.)
giulebbe (ουσ αρσ )
Giulia (κύρ.όν. θηλ.)
giuliano (επίθ.)
giulietta (θηλ.ουσ)
giulio (ουσ αρσ )
giulivo (επίθ.)
giullare (ουσ αρσ )
giullaresco (επίθ.)
giumella (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---