Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


giùlio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈʤuljo]

Ιούλιος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  giulietta giulivo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

giulebbare (ρ. μτβ.)
giulebbe (ουσ αρσ )
Giulia (κύρ.όν. θηλ.)
giuliano (επίθ.)
giulietta (θηλ.ουσ)
giulio (ουσ αρσ )
giulivo (επίθ.)
giullare (ουσ αρσ )
giullaresco (επίθ.)
giumella (θηλ.ουσ)
giumenta (θηλ.ουσ)
giumento (ουσ αρσ )
giunca (θηλ.ουσ)
giuncaia (θηλ.ουσ)
giuncata (θηλ.ουσ)
giuncheto (ουσ αρσ )
giunchiglia (θηλ.ουσ)
giunco (ουσ αρσ )
giungere (ρ.αμτβ.)
giungere (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---