Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


giulèbbe  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʤuˈlɛbbe]

σιρόπι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  giulebbare Giulia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

giuggiolo (ουσ αρσ )
giuggiolone (ουσ αρσ )
giugno (ουσ αρσ )
giugulare (θηλ. επίθ και ουσ)
giulebbare (ρ. μτβ.)
giulebbe (ουσ αρσ )
Giulia (κύρ.όν. θηλ.)
giuliano (επίθ.)
giulietta (θηλ.ουσ)
giulio (ουσ αρσ )
giulivo (επίθ.)
giullare (ουσ αρσ )
giullaresco (επίθ.)
giumella (θηλ.ουσ)
giumenta (θηλ.ουσ)
giumento (ουσ αρσ )
giunca (θηλ.ουσ)
giuncaia (θηλ.ουσ)
giuncata (θηλ.ουσ)
giuncheto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---