Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


giulìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ʤuˈlivo]

1 εορταστικός
2 ευχάριστος
3 χαρούμενος
4 ευτυχής ελαφρόκαρδος τύπος
5 κεφάτος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  giulio giullare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

giulebbe (ουσ αρσ )
Giulia (κύρ.όν. θηλ.)
giuliano (επίθ.)
giulietta (θηλ.ουσ)
giulio (ουσ αρσ )
giulivo (επίθ.)
giullare (ουσ αρσ )
giullaresco (επίθ.)
giumella (θηλ.ουσ)
giumenta (θηλ.ουσ)
giumento (ουσ αρσ )
giunca (θηλ.ουσ)
giuncaia (θηλ.ουσ)
giuncata (θηλ.ουσ)
giuncheto (ουσ αρσ )
giunchiglia (θηλ.ουσ)
giunco (ουσ αρσ )
giungere (ρ.αμτβ.)
giungere (ρ. μτβ.)
giungla (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---