Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgiudicatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ʤudikaˈtore] 1 διαιτητής 2 δικαστής 3 κριτής giudicatóre επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ʤudikaˈtore] 1 δικάζων 2 δικαστικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |