Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgiudicàto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ʤudiˈkato] 1 δικαστική απόφαση 2 δεδικασμένο 3 υπόθεση τελεσίδικα αποφασισμένη 4 δικαστική κρίση 5 τελική κρίση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |