Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgiudicàbile
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ʤudiˈkabile] κατηγορούμενος giudicàbile επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ʤudiˈkabile] 1 εναγόμενος 2 δικάσιμος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |