Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gitànte  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ʤiˈtante]

Εκδρομέας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gitano gittaione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

girovago (ουσ αρσ )
girovago (επίθ.)
gita (θηλ.ουσ)
gitano (ουσ αρσ )
gitano (επίθ.)
gitante (ουσ αρσ και θηλ.)
gittaione (ουσ αρσ )
gittata (θηλ.ουσ)
giu (επίρ.)
giubba (θηλ.ουσ)
giubbetto (ουσ αρσ )
giubbone (ουσ αρσ )
giubbotto (ουσ αρσ )
giubilante (επίθ.)
giubilare (επίθ.)
giubilare (ρ.αμτβ.)
giubilare (ρ. μτβ.)
giubilazione (θηλ.ουσ)
giubileo (ουσ αρσ )
giubilo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---