Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


giubilàre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ʤubiˈlare]

1 ο του ιωβηλαίου
2 ιωβηλαίος

giubilàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ʤubiˈlare]

1 χαίρω
2 αγαλλιάζω
3 καταχαίρομαι
4 αναγαλλιάζω
5 αγάλλομαι
6 ευφραίνομαι
7 τέρπομαι
8 χαίρομαι πολύ

giubilàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ʤubiˈlare]

συνταξιοδοτούμαι (ειρωνικά)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  giubilante giubilazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

giubba (θηλ.ουσ)
giubbetto (ουσ αρσ )
giubbone (ουσ αρσ )
giubbotto (ουσ αρσ )
giubilante (επίθ.)
giubilare (επίθ.)
giubilare (ρ.αμτβ.)
giubilare (ρ. μτβ.)
giubilazione (θηλ.ουσ)
giubileo (ουσ αρσ )
giubilo (ουσ αρσ )
giuda (ουσ αρσ )
giudaico (επίθ.)
giudaismo (ουσ αρσ )
giudea (θηλ.ουσ)
giudeo (ουσ αρσ )
giudeo (επίθ.)
giudicabile (ουσ αρσ και θηλ.)
giudicabile (επίθ.)
giudicante (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---