Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


giùbilo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈʤubilo]

1 πανηγυρισμός
2 θριαμβολογία
3 αγαλλίαση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  giubileo giuda  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

giubilare (επίθ.)
giubilare (ρ.αμτβ.)
giubilare (ρ. μτβ.)
giubilazione (θηλ.ουσ)
giubileo (ουσ αρσ )
giubilo (ουσ αρσ )
giuda (ουσ αρσ )
giudaico (επίθ.)
giudaismo (ουσ αρσ )
giudea (θηλ.ουσ)
giudeo (ουσ αρσ )
giudeo (επίθ.)
giudicabile (ουσ αρσ και θηλ.)
giudicabile (επίθ.)
giudicante (ουσ αρσ )
giudicante (επίθ.)
giudicare (ρ. μτβ.)
giudicato (ουσ αρσ )
giudicatore (ουσ αρσ )
giudicatore (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---