Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


giubbétto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʤubˈbetto]

1 κοντό σακάκι ή πανωφόρι
2 μπούστος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  giubba giubbone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gitante (ουσ αρσ και θηλ.)
gittaione (ουσ αρσ )
gittata (θηλ.ουσ)
giu (επίρ.)
giubba (θηλ.ουσ)
giubbetto (ουσ αρσ )
giubbone (ουσ αρσ )
giubbotto (ουσ αρσ )
giubilante (επίθ.)
giubilare (επίθ.)
giubilare (ρ.αμτβ.)
giubilare (ρ. μτβ.)
giubilazione (θηλ.ουσ)
giubileo (ουσ αρσ )
giubilo (ουσ αρσ )
giuda (ουσ αρσ )
giudaico (επίθ.)
giudaismo (ουσ αρσ )
giudea (θηλ.ουσ)
giudeo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---