Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gitàno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʤiˈtano]

1 γύφτος
2 ατσίγγανος
3 τσιγγάνος
4 αθίγγανος

gitàno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ʤiˈtano]

1 γύφτικος
2 τσιγγάνικος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gita gitante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

girotondo (ουσ αρσ )
girovagare (ρ.αμτβ.)
girovago (ουσ αρσ )
girovago (επίθ.)
gita (θηλ.ουσ)
gitano (ουσ αρσ )
gitano (επίθ.)
gitante (ουσ αρσ και θηλ.)
gittaione (ουσ αρσ )
gittata (θηλ.ουσ)
giu (επίρ.)
giubba (θηλ.ουσ)
giubbetto (ουσ αρσ )
giubbone (ουσ αρσ )
giubbotto (ουσ αρσ )
giubilante (επίθ.)
giubilare (επίθ.)
giubilare (ρ.αμτβ.)
giubilare (ρ. μτβ.)
giubilazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---