Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgeremìa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ʤereˈmia] 1 γκρινιάρης 2 μεμψίμοιρος 3 Ιερεμίας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |