Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgeriatrìa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ʤerjaˈtria] 1 γεροντολογία 2 γηριατρική permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |