Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgèrlo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈʤɛrlo] 1 φλάντζα 2 παρέμβυσμα 3 τσιμούχα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |