Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


germanìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʤermaˈnizmo]

γερμανισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  germanio germanista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gerlo (ουσ αρσ )
germanesimo (ουσ αρσ )
Germania (θηλ.ουσ)
germanico (επίθ.)
germanio (ουσ αρσ )
germanismo (ουσ αρσ )
germanista (ουσ αρσ και θηλ.)
germanistica (θηλ.ουσ)
germanizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
germanizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
germanizzazione (θηλ.ουσ)
germano (αρσ. επίθ και ουσ)
germano– (πρθμ.)
germanofilia (θηλ.ουσ)
germanofilo (αρσ. επίθ και ουσ)
germanofobia (θηλ.ουσ)
germanofobo (αρσ. επίθ και ουσ)
germe (ουσ αρσ )
germicida (επίθ.)
germinale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---