Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gèrme  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈʤɛrme]

1 σπέρμα
2 έμβρυο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  germanofobo germicida  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

germano– (πρθμ.)
germanofilia (θηλ.ουσ)
germanofilo (αρσ. επίθ και ουσ)
germanofobia (θηλ.ουσ)
germanofobo (αρσ. επίθ και ουσ)
germe (ουσ αρσ )
germicida (επίθ.)
germinale (επίθ.)
germinare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
germinativo (επίθ.)
germinazione (θηλ.ουσ)
germogliamento (ουσ αρσ )
germogliare (ρ.αμτβ.)
germogliare (ρ. μτβ.)
germoglio (ουσ αρσ )
gerofante (ουσ αρσ )
geroglifico (ουσ αρσ )
geroglifico (επίθ.)
gerontocomio (ουσ αρσ )
gerontocrazia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---