Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


germóglio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʤerˈmoʎʎo]

1 παραφυάδα
2 μπουμπούκι
3 βλαστός
4 βλαστάρι
5 μάτι (φυτού)
6 οφθαλμός (φυτού)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  germogliare gerofante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

germinativo (επίθ.)
germinazione (θηλ.ουσ)
germogliamento (ουσ αρσ )
germogliare (ρ.αμτβ.)
germogliare (ρ. μτβ.)
germoglio (ουσ αρσ )
gerofante (ουσ αρσ )
geroglifico (ουσ αρσ )
geroglifico (επίθ.)
gerontocomio (ουσ αρσ )
gerontocrazia (θηλ.ουσ)
gerontoiatria (θηλ.ουσ)
gerontologia (θηλ.ουσ)
gerontologo (ουσ αρσ )
gerosolimitano (ουσ αρσ )
gerosolimitano (επίθ.)
gerundio (ουσ αρσ )
gerundivo (ουσ αρσ )
Gerusalemme (θηλ.ουσ)
gessaia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---