Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgermóglio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ʤerˈmoʎʎo] 1 παραφυάδα 2 μπουμπούκι 3 βλαστός 4 βλαστάρι 5 μάτι (φυτού) 6 οφθαλμός (φυτού) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |