Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gerosolimitàno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʤerozolimiˈtano]

1 ιππότης της Μάλτας
2 κάτοικος της Ιερουσαλήμ

gerosolimitàno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ʤerozolimiˈtano]

ο της Ιερουσαλήμ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gerontologo gerundio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gerontocomio (ουσ αρσ )
gerontocrazia (θηλ.ουσ)
gerontoiatria (θηλ.ουσ)
gerontologia (θηλ.ουσ)
gerontologo (ουσ αρσ )
gerosolimitano (ουσ αρσ )
gerosolimitano (επίθ.)
gerundio (ουσ αρσ )
gerundivo (ουσ αρσ )
Gerusalemme (θηλ.ουσ)
gessaia (θηλ.ουσ)
gessaio (ουσ αρσ )
gessare (ρ. μτβ.)
gessatura (θηλ.ουσ)
gessetto (ουσ αρσ )
gesso (ουσ αρσ )
gessoso (επίθ.)
gesta (θηλ.ουσ)
gestante (θηλ.ουσ)
Gestapo (ακρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---