Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgerosolimitàno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ʤerozolimiˈtano] 1 ιππότης της Μάλτας 2 κάτοικος της Ιερουσαλήμ gerosolimitàno επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ʤerozolimiˈtano] ο της Ιερουσαλήμ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |