Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gessàio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʤesˈsajo]

1 σοβατζής
2 ασπριτζής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gessaia gessare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gerosolimitano (επίθ.)
gerundio (ουσ αρσ )
gerundivo (ουσ αρσ )
Gerusalemme (θηλ.ουσ)
gessaia (θηλ.ουσ)
gessaio (ουσ αρσ )
gessare (ρ. μτβ.)
gessatura (θηλ.ουσ)
gessetto (ουσ αρσ )
gesso (ουσ αρσ )
gessoso (επίθ.)
gesta (θηλ.ουσ)
gestante (θηλ.ουσ)
Gestapo (ακρ.)
gestatorio (επίθ.)
gestazione (θηλ.ουσ)
gesticolamento (ουσ αρσ )
gesticolare (ρ.αμτβ.)
gesticolatore (αρσ. επίθ και ουσ)
gesticolazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---