Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gesticolatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ʤestikolaˈtore]

αυτός που χειρονομεί


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gesticolare gesticolazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

Gestapo (ακρ.)
gestatorio (επίθ.)
gestazione (θηλ.ουσ)
gesticolamento (ουσ αρσ )
gesticolare (ρ.αμτβ.)
gesticolatore (αρσ. επίθ και ουσ)
gesticolazione (θηλ.ουσ)
gestionale (επίθ.)
gestione (θηλ.ουσ)
gestire (ρ.αμτβ.)
gestire (ρ. μτβ.)
gesto (ουσ αρσ )
gestore (ουσ αρσ )
gestuale (επίθ.)
Gesù (ουσ αρσ )
gesuita (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
gesuitico (επίθ.)
gesuitismo (ουσ αρσ )
gesummaria (επιφ.)
geto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---