Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gesuìta  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ʤezuˈita]

ιησουίτης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Gesù gesuitico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gestire (ρ. μτβ.)
gesto (ουσ αρσ )
gestore (ουσ αρσ )
gestuale (επίθ.)
Gesù (ουσ αρσ )
gesuita (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
gesuitico (επίθ.)
gesuitismo (ουσ αρσ )
gesummaria (επιφ.)
geto (ουσ αρσ )
gettare (ρ. μτβ.)
gettarsi (ρ.μ. (αντων.))
gettata (θηλ.ουσ)
gettito (ουσ αρσ )
getto (ουσ αρσ )
gettonare (ρ. μτβ.)
gettone (ουσ αρσ )
gettopropulsione (θηλ.ουσ)
geyser (ουσ αρσ )
geyserite (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---