Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgèsso
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈʤɛsso] 1 (materiale) ο γύψος 2 (per lavagna) η κιμωλία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |