Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgerminatìvo
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ʤerminaˈtivo] 1 βλαστικός 2 ικανός για βλάστηση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |