Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gèrla  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈʤɛrla]

1 κάνιστρο
2 κόφα
3 καλάθι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Gerico gerlo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gergo (ουσ αρσ )
geriatra (ουσ αρσ και θηλ.)
geriatria (θηλ.ουσ)
geriatrico (επίθ.)
Gerico (κύρ.όν. θηλ.)
gerla (θηλ.ουσ)
gerlo (ουσ αρσ )
germanesimo (ουσ αρσ )
Germania (θηλ.ουσ)
germanico (επίθ.)
germanio (ουσ αρσ )
germanismo (ουσ αρσ )
germanista (ουσ αρσ και θηλ.)
germanistica (θηλ.ουσ)
germanizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
germanizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
germanizzazione (θηλ.ουσ)
germano (αρσ. επίθ και ουσ)
germano– (πρθμ.)
germanofilia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---