Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gèrgo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈʤɛrgo]

η αργκό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gergale geriatra  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

geremiade (θηλ.ουσ)
gerente (ουσ αρσ )
gerente (θηλ.ουσ)
gerenza (θηλ.ουσ)
gergale (επίθ.)
gergo (ουσ αρσ )
geriatra (ουσ αρσ και θηλ.)
geriatria (θηλ.ουσ)
geriatrico (επίθ.)
Gerico (κύρ.όν. θηλ.)
gerla (θηλ.ουσ)
gerlo (ουσ αρσ )
germanesimo (ουσ αρσ )
Germania (θηλ.ουσ)
germanico (επίθ.)
germanio (ουσ αρσ )
germanismo (ουσ αρσ )
germanista (ουσ αρσ και θηλ.)
germanistica (θηλ.ουσ)
germanizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---