Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gerarchìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ʤerarˈkia]

ιεραρχία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gerarca gerarchico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

geotropico (επίθ.)
geotropismo (ουσ αρσ )
Geova (ουσ αρσ )
geranio (ουσ αρσ )
gerarca (ουσ αρσ και θηλ.)
gerarchia (θηλ.ουσ)
gerarchico (επίθ.)
gerarchizzare (ρ. μτβ.)
gerbera (θηλ.ουσ)
geremia (θηλ.ουσ)
geremiade (θηλ.ουσ)
gerente (ουσ αρσ )
gerente (θηλ.ουσ)
gerenza (θηλ.ουσ)
gergale (επίθ.)
gergo (ουσ αρσ )
geriatra (ουσ αρσ και θηλ.)
geriatria (θηλ.ουσ)
geriatrico (επίθ.)
Gerico (κύρ.όν. θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---