Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gabbàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [gabˈbare]

1 κοροὶδεύω
2 ξεγελώ με την εμφάνιση
3 πιάνω κορόιδο κάποιον
4 ξεγελώ
5 εξαπατώ
6 απατώ
7 πλανεύω
8 παραπλανώ

gabbarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [gabˈbarsi]

1 σαρκάζω
2 ειρωνεύομαι
3 προπηλακίζω
4 εμπαίζω
5 διακωμωδώ
6 γελοιοποιώ
7 ρεζιλεύω
8 ονειδίζω
9 εξευτελίζω
10 κοροὶδεύω
11 λοιδορώ
12 περιπαίζω
13 προγκάω
14 περιγελώ
15 διαπομπεύω
16 χλευάζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gabbano gabbatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gabardine (ουσ αρσ και θηλ.)
gabbamondo (ουσ αρσ και θηλ.)
gabbana (θηλ.ουσ)
gabbanella (θηλ.ουσ)
gabbano (ουσ αρσ )
gabbare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
gabbarsi (ρ.μ. (αντων.))
gabbatore (αρσ. επίθ και ουσ)
gabbia (θηλ.ουσ)
gabbiano (ουσ αρσ )
gabbiata (θηλ.ουσ)
gabbiere (ουσ αρσ )
gabbione (ουσ αρσ )
gabbo (ουσ αρσ )
gabbro (ουσ αρσ )
gabella (θηλ.ουσ)
gabellare (ρ. μτβ.)
gabelliere (ουσ αρσ )
gabinetto (ουσ αρσ )
Gabriele (κύρ.όν. αρσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---